- πανημερεύω
- πᾰν-ημερεύω,A spend the whole day in a thing, keep it up all day long,
θιάσους E.Rh.361
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θιάσους E.Rh.361
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανημερεύω — ΝΑ [πανήμερος (Ι)] περνώ όλη την ημέρα μου κάνοντας κάτι, συνεχίζω κάτι καθ όλη την ημέρα ή περνώ την ημέρα μου σε έναν τόπο … Dictionary of Greek